- περιπετικός
- -ή, -όν, Α [περιπετής]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις περιπέτειες, στα ατυχήματα, στις κακοτυχίες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιπετικαί — περιπετικός concerned with vicissitudes of fortune fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)